Anonymous

πυκνορράξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνορράξ''': ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.
|lstext='''πυκνορράξ''': ᾶγος, (ῥὰξ) ὁ ἔχων πυκνὰς ῥᾶγας, Ἀνθ. Π. 6. 22· διάφ. γραφ. πυκνορρῶγα, ὡς παρὰ Στράβ. 726.
}}
{{bailly
|btext=ᾶγος (ὁ, ἡ)<br />aux grains drus <i>ou</i> serrés (grappe).<br />'''Étymologie:''' [[πυκνός]], [[ῥάξ]].
}}
}}