3,274,313
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τίφη''': [ῑ;] ἡ, [[εἶδος]] γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, [[ἴσως]] ταὐτὸν καὶ [[σίλφη]], ἢ [[ἴσως]] ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα [[ἀράχνη]], Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς [[εἶδος]] μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. [[σίλφη]] ΙΙ. | |lstext='''τίφη''': [ῑ;] ἡ, [[εἶδος]] γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, [[ἴσως]] ταὐτὸν καὶ [[σίλφη]], ἢ [[ἴσως]] ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα [[ἀράχνη]], Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς [[εἶδος]] μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. [[σίλφη]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> sorte de blé, <i>pê le même que</i> [[ὄλυρα]];<br /><b>2</b> tipule, <i>insecte (cf.</i> [[τίλφη]], [[σίλφη]]).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |||
}} | }} |