Anonymous

τίφη: Difference between revisions

From LSJ
222 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τίφη''': [ῑ;] ἡ, [[εἶδος]] γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, [[ἴσως]] ταὐτὸν καὶ [[σίλφη]], ἢ [[ἴσως]] ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα [[ἀράχνη]], Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς [[εἶδος]] μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. [[σίλφη]] ΙΙ.
|lstext='''τίφη''': [ῑ;] ἡ, [[εἶδος]] γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, [[ἴσως]] ταὐτὸν καὶ [[σίλφη]], ἢ [[ἴσως]] ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα [[ἀράχνη]], Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς [[εἶδος]] μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. [[σίλφη]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> sorte de blé, <i>pê le même que</i> [[ὄλυρα]];<br /><b>2</b> tipule, <i>insecte (cf.</i> [[τίλφη]], [[σίλφη]]).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}