Anonymous

ἔαρ: Difference between revisions

From LSJ
881 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔᾰρ''': ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Θεοκρ. καὶ Νικ., [[εἶαρ]], εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν φαίνεται [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]]), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara ([[θέρος]]).) Ἔαρ, [[ἄνοιξις]], ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ [[αὐτόθι]] 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, [[αὐτόθι]] 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511.
|lstext='''ἔᾰρ''': ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Θεοκρ. καὶ Νικ., [[εἶαρ]], εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν φαίνεται [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]]), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara ([[θέρος]]).) Ἔαρ, [[ἄνοιξις]], ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ [[αὐτόθι]] 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, [[αὐτόθι]] 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511.
}}
{{bailly
|btext=ἔαρος;<br /><i>par contr.</i> [[ἦρ]], ἦρος (τό) :<br /><i>litt.</i> le matin <i>(v. ci-dessous l’étymol.), d’où</i><br /><b>1</b> matin, <i>seul. dans la loc. adv.</i> • [[ἦρι]] (<i>par contr. p.</i> ἔαρι) le matin : μάλ’ [[ἦρι]] OD <i>ou</i> [[ἦρι]] [[μάλα]] IL de grand matin;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> printemps (<i>litt.</i> le matin de l’année ; <i>cf. <i>all.</i> Frühjahr, Frühling, le franç. printemps = primum tempus</i>) ; ἇμα [[τῷ]] ἔαρι HDT avec le printemps ; πρὸς [[ἔαρ]], πρὸς τὸ [[ἔαρ]], περὶ τὸ [[ἔαρ]], vers le printemps ; [[ἔαρ]] ὁρᾶν THCR avoir un regard de printemps, <i>càd</i> charmant.<br />'''Étymologie:''' pour *Ϝέαρ de *Ϝέσαρ = <i>lat.</i> ver de *veser ; de la R. <i>skr.</i> vas « éclairer ».
}}
}}