Anonymous

ἐγκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκάπτω''': μέλλ. -ψω, πρκμ. ἐγκέκᾰφα: ― «χάφτω», [[καταβροχθίζω]] λαιμάργως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 7, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 2· ἐπὶ τῶν ἐν Ἀθήνησι δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὸ [[στόμα]] των τὸ μικρὸν [[νόμισμα]], δι’ οὗ ὁ μισθὸς αὐτῶν ἐπληρώνετο, Ἀριστοφ. Σφ. 791, Ἐκκλ. 815, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 7· σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις, κρατοῦντες τὴν ἀναπνοὴν ἡμῶν ἐντὸς τῶν [[γνάθων]], Εὐρ. Κύκλ. 629· ― πρβλ. [[ἔγκαφος]].
|lstext='''ἐγκάπτω''': μέλλ. -ψω, πρκμ. ἐγκέκᾰφα: ― «χάφτω», [[καταβροχθίζω]] λαιμάργως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 7, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 2· ἐπὶ τῶν ἐν Ἀθήνησι δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὸ [[στόμα]] των τὸ μικρὸν [[νόμισμα]], δι’ οὗ ὁ μισθὸς αὐτῶν ἐπληρώνετο, Ἀριστοφ. Σφ. 791, Ἐκκλ. 815, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 7· σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις, κρατοῦντες τὴν ἀναπνοὴν ἡμῶν ἐντὸς τῶν [[γνάθων]], Εὐρ. Κύκλ. 629· ― πρβλ. [[ἔγκαφος]].
}}
{{bailly
|btext=avaler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κάπτω]].
}}
}}