Anonymous

ὑπάνειμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, [[ὑπανερπύζω]], τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.
|lstext='''ὑπάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἐπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, [[ὑπανερπύζω]], τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés.</i> [[ὑπανιών]];<br />monter un peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνειμι]].
}}
}}