Anonymous

κατοικέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοικέω''': [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ ὡς [[κάτοικος]], τοποθετοῦμαι, [[καταλαμβάνω]] τόπον τινὰ εἰς ὃν ἔχω ἀποικισθῆ, τόπον Ἡρόδ. 7. 164, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 10· τοῖς κατοικέειν ἐθέλουσιν τὰν πόλιν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 9· [[καθόλου]], [[μένω]], [[διατρίβω]] διαρκῶς, τόπον Σοφ. Φιλ. 40, Εὐρ. Βάκχ. 751, κτλ.― Παθ., κατοικοῦμαι, ἔχω κατοίκους, ἀπὸ πολλοῦ διάφορον τῷ κατοικίζομαι (ἤδη ἀποκτῶ κατοίκους), Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3. 2) ἀπολ., τοποθετοῦμαι, [[ἐκλέγω]] τόπον διαμονῆς, ζητοῦσα… ποῦ κατοικοίης Σοφ. Ο. Κ. 362· ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 153· ἐν δόμοις, ἐν ἄστει Εὐρ. Ἑλ. 1651, Πλάτ. Νόμ. 666Ε, κτλ.· [[αὐτόθι]] Θουκ. 3. 34· ἐν μοναρχίᾳ, = ζῶ, Ἰσοκρ. 10Β· ἐπὶ γῆς Καιν. Διαθ.·― οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., ἱδρύομαι, ἔχω ἱδρυθῆ, κατοικῶ, Ἡρόδ. 1. 96., 2. 102., 4. 8· ὡς ἐνεργ., Θουκ. 1. 120. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πολιτείας, διοικοῦμαι, κυβερνῶμαι, κατῳκηκέναι [[καλῶς]], ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1004· ὀρθῶς κ., ἐπὶ τῆς Σπάρτης, Πλάτ. Νόμ. 683Α. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι ἔν τινι θέσει, κατοικοῦσαι ἐν πεδίῳ [[αὐτόθι]] 677C, 682C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τόπου, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας, τὰς κειμένας ἐν…, Ἰσοκρ. 107Β.
|lstext='''κατοικέω''': [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ ὡς [[κάτοικος]], τοποθετοῦμαι, [[καταλαμβάνω]] τόπον τινὰ εἰς ὃν ἔχω ἀποικισθῆ, τόπον Ἡρόδ. 7. 164, κτλ., Εὐρ. Μήδ. 10· τοῖς κατοικέειν ἐθέλουσιν τὰν πόλιν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 9· [[καθόλου]], [[μένω]], [[διατρίβω]] διαρκῶς, τόπον Σοφ. Φιλ. 40, Εὐρ. Βάκχ. 751, κτλ.― Παθ., κατοικοῦμαι, ἔχω κατοίκους, ἀπὸ πολλοῦ διάφορον τῷ κατοικίζομαι (ἤδη ἀποκτῶ κατοίκους), Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3. 2) ἀπολ., τοποθετοῦμαι, [[ἐκλέγω]] τόπον διαμονῆς, ζητοῦσα… ποῦ κατοικοίης Σοφ. Ο. Κ. 362· ἵνα χρὴ κατοικεῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 153· ἐν δόμοις, ἐν ἄστει Εὐρ. Ἑλ. 1651, Πλάτ. Νόμ. 666Ε, κτλ.· [[αὐτόθι]] Θουκ. 3. 34· ἐν μοναρχίᾳ, = ζῶ, Ἰσοκρ. 10Β· ἐπὶ γῆς Καιν. Διαθ.·― οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., ἱδρύομαι, ἔχω ἱδρυθῆ, κατοικῶ, Ἡρόδ. 1. 96., 2. 102., 4. 8· ὡς ἐνεργ., Θουκ. 1. 120. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πολιτείας, διοικοῦμαι, κυβερνῶμαι, κατῳκηκέναι [[καλῶς]], ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1004· ὀρθῶς κ., ἐπὶ τῆς Σπάρτης, Πλάτ. Νόμ. 683Α. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι ἔν τινι θέσει, κατοικοῦσαι ἐν πεδίῳ [[αὐτόθι]] 677C, 682C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τόπου, τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας, τὰς κειμένας ἐν…, Ἰσοκρ. 107Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> habiter comme colon, s’être établi dans, acc. ; <i>Pass.</i> être habité;<br /><b>2</b> gouverner ; <i>Pass.</i> être gouverné, administré;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> fixer sa résidence, s’établir, habiter ; vivre : [[ἐν]] μοναρχίᾳ ISOCR dans une monarchie;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατοικέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’établir ; <i>pf.</i> habiter;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> occuper comme colon : πόλιν THC une ville.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκέω]].
}}
}}