3,274,921
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες. | |lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />prompt, agile, rapide.<br />'''Étymologie:''' R. Καρπ, être rapide, cf. [[κραιπνός]]. | |||
}} | }} |