Anonymous

δυσπαλής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπᾰλής''': -ές, [[δυσπάλαιστος]], [[δίνη]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) [[κινδυνώδης]], [[βλαβερός]], ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
|lstext='''δυσπᾰλής''': -ές, [[δυσπάλαιστος]], [[δίνη]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) [[κινδυνώδης]], [[βλαβερός]], ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάλη]].
}}
}}