Anonymous

κοιλάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλάς''': άδος. ἡ, ὡς οὐσιαστ., [[κοίλωμα]] [[κοιλότης]], δρυὸς Ψευδο-Φωκυλ. 161· ἐν βράχῳ, Στράβ. 545· βαθεῖα [[κοιλάς]], [[βάθος]] μεταξὺ ὀρέων, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, Πολύβ. 5. 44, 7, Διόδ. 3. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θηλ. τοῦ [[κοῖλος]]. Θεοφρ. Σημ. 4. 2, Τρυφ. 194.
|lstext='''κοιλάς''': άδος. ἡ, ὡς οὐσιαστ., [[κοίλωμα]] [[κοιλότης]], δρυὸς Ψευδο-Φωκυλ. 161· ἐν βράχῳ, Στράβ. 545· βαθεῖα [[κοιλάς]], [[βάθος]] μεταξὺ ὀρέων, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, Πολύβ. 5. 44, 7, Διόδ. 3. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θηλ. τοῦ [[κοῖλος]]. Θεοφρ. Σημ. 4. 2, Τρυφ. 194.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> creux, enfoncé;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[κοιλάς]] creux, cavité ; <i>particul.</i> vallon, ravin.<br />'''Étymologie:''' [[κοῖλος]].
}}
}}