Anonymous

αἰνιγμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰνιγμός''': ὁ, [[ἀσαφής]] [[λόγος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ [[αἴνιγμα]], κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.
|lstext='''αἰνιγμός''': ὁ, [[ἀσαφής]] [[λόγος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ [[αἴνιγμα]], κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />énigme.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνίσσομαι]].
}}
}}