Anonymous

διαξαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαξαίνω''': μέλλ. -ξᾰνῶ, [[ξαίνω]] καλά, «λαναρίζω», ἐσθῆτας Στράβ. 529· - διασπαράττω, [[διασχίζω]], Ἀριστοφ. Λυσ. 578· μεταφ., δ. θάλασσαν πτερύγεσσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 306.
|lstext='''διαξαίνω''': μέλλ. -ξᾰνῶ, [[ξαίνω]] καλά, «λαναρίζω», ἐσθῆτας Στράβ. 529· - διασπαράττω, [[διασχίζω]], Ἀριστοφ. Λυσ. 578· μεταφ., δ. θάλασσαν πτερύγεσσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 306.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> διέξηνα;<br />carder ; tirailler, déchirer, mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ξαίνω]].
}}
}}