Anonymous

ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅμιππος''': -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς [[ἵππος]], Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι [[μετὰ]] τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.
|lstext='''ἅμιππος''': -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς [[ἵππος]], Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι [[μετὰ]] τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
}}
}}