Anonymous

κωλυτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable d’empêcher, de mettre obstacle à, <i>gén;<br />Cp.</i> κωλυτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
}}