Anonymous

τράγειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράγειος''': [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ [[τράγεος]], ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. [[δορά]]), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
|lstext='''τράγειος''': [ᾰ], -α, -ον, ὡς τὸ [[τράγεος]], ὁ τοῦ τράγου, τραγήσιος, τῶν [[κρεῶν]] τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια Φιλοστρ. Γυμναστ. σελ. 4 Kayser, Κλήμ. Ἀλεξ. 850· ἡ τραγείη (ἐξυπακ. [[δορά]]), δέρμα τράγου, Θεόκρ. 5. 51.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bouc ; ἡ τραγείη ([[δορά]]) peau de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]].
}}
}}