Anonymous

διαμφισβητέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23.
|lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en désaccord ; discuter ; <i>Pass.</i> être contesté <i>ou</i> discuté.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}