Anonymous

ὑπανοίγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπανοίγω''': ἢ -γνυμι, ἀνοίγω [[κάτωθεν]], [[οἷον]] ἐπὶ πίθου, [[προσαρμόζω]] «κάνουλαν», [[βῖκος]] ὑπανεῴγνυτο Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 2, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7. 2) ἀνοίγω [[λάθρα]], κρυφίως, γράμματα ὑπανέῳγε Δημ. 889 ἐν τέλει· τὸ [[δωμάτιον]] ὑπανοίξασα Λουκ. Ὄνος 13.
|lstext='''ὑπανοίγω''': ἢ -γνυμι, ἀνοίγω [[κάτωθεν]], [[οἷον]] ἐπὶ πίθου, [[προσαρμόζω]] «κάνουλαν», [[βῖκος]] ὑπανεῴγνυτο Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 2, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7. 2) ἀνοίγω [[λάθρα]], κρυφίως, γράμματα ὑπανέῳγε Δημ. 889 ἐν τέλει· τὸ [[δωμάτιον]] ὑπανοίξασα Λουκ. Ὄνος 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> ὑπανέῳγα;<br />ouvrir secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνοίγω]].
}}
}}