Anonymous

συναγείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνήγειρα;<br />rassembler, réunir, acc. ; <i>particul.</i> rassembler une armée, acc. ; <i>Pass.</i> se rassembler, se condenser, prendre de la force.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγείρω]].
}}
}}