Anonymous

ἐκπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπλήσσω''': Ἀττ. ἐκπλήττω: μέλλ. -ξω, [[ἐκκρούω]], [[ἐκδιώκω]], ἐκ δ’ ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 134· ὃς (ἐνν. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν... κομπασμάτων [[αὐτόθι]] 360, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 635· [[ἐκβάλλω]], [[ἀποπέμπω]], ἡ [[τέρψις]] ἐκπλήσσει τὸ λυπηρὸν Θουκ. 2. 38· [[φόβος]] μνήμην ἐκπλ. [[αὐτόθι]] 87. ΙΙ. [[φέρω]] τινὰ εἰς ἔκπληξιν, ἐκπλήττω, [[τρομάζω]], Ὀδ. Σ. 231 ἐν τιμήσει· ὁ [[φόβος]] ἐκπλήσσων Ἀντιφῶν 115, 30· ὃ μ’ ἐκπλήσσει λέγειν, μὲ τρομάζει, Εὐρ. Ὀρ. 549: ― ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ παθ. ἀόρ. β΄, Ἐπ. ἐξεπλήγην (ἴδε κατωτ.), Ἀττ. ἐξεπλάγην ᾰ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐξεπλήχθην Σοφ. Τρ. 386, Εὐρ. Τρῳ. 183, [[μετὰ]] παθ. πρκμ. ἐκπεπληγμένος Αἰσχύλ. Πέρσ. 290, Σοφ., κτλ.: ― [[γίνομαι]] [[ἔντρομος]], [[τρομάζω]], ἐκπλήττομαι, [[κυρίως]] ἐκ φόβου, ἐκ γὰρ ’πλήγη φρένας Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Ν. 394· ἡνίοχοι δ’ ἔκπληγον Σ. 225· [[μετὰ]] μετοχ., ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες Σοφ. Ο. Τ. 922, πρβλ. Ἀντ. 433, κτλ.· ἐκπλαγῆναί τινι Ἡρόδ. 1. 116, κτλ· ὑπό τινος ὁ αὐτ. 3. 64· διά τι Θουκ. 7. 21· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· [[πρός]] τι Πλουτ. Θεμ. 19, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐκπλαγῆναί τινα Σοφ. Φ. 226, Ἠλ. 1045· ἡμᾶς δ’ ἂν... [[μάλιστα]] ἐκπεπληγμένοι [[εἶεν]] Θουκ. 6. 11, πρβλ. 3. 82. 2) ἐν γένει ἐπὶ ὑπερβολικοῦ πάθους, προξενῶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 673· κατατιτρώσκομαι κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 38, Μήδ. 8· χαρᾷ δὲ μὴ ’κπλαγῇς φρένας Αἰσχύλ. Χο. 233, πρβλ. Σοφ. Τρ. 629· ἐπὶ θαυμασμοῦ, Αἰσχίν. 19. 4, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγματος, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθὰ Ἡρόδ. 9. 82, πρβλ. 3. 148. 3) εἴς τι ἐκπλήττειν Πολύβ. 24. 4, 11.
|lstext='''ἐκπλήσσω''': Ἀττ. ἐκπλήττω: μέλλ. -ξω, [[ἐκκρούω]], [[ἐκδιώκω]], ἐκ δ’ ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 134· ὃς (ἐνν. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν... κομπασμάτων [[αὐτόθι]] 360, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 635· [[ἐκβάλλω]], [[ἀποπέμπω]], ἡ [[τέρψις]] ἐκπλήσσει τὸ λυπηρὸν Θουκ. 2. 38· [[φόβος]] μνήμην ἐκπλ. [[αὐτόθι]] 87. ΙΙ. [[φέρω]] τινὰ εἰς ἔκπληξιν, ἐκπλήττω, [[τρομάζω]], Ὀδ. Σ. 231 ἐν τιμήσει· ὁ [[φόβος]] ἐκπλήσσων Ἀντιφῶν 115, 30· ὃ μ’ ἐκπλήσσει λέγειν, μὲ τρομάζει, Εὐρ. Ὀρ. 549: ― ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ παθ. ἀόρ. β΄, Ἐπ. ἐξεπλήγην (ἴδε κατωτ.), Ἀττ. ἐξεπλάγην ᾰ· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐξεπλήχθην Σοφ. Τρ. 386, Εὐρ. Τρῳ. 183, [[μετὰ]] παθ. πρκμ. ἐκπεπληγμένος Αἰσχύλ. Πέρσ. 290, Σοφ., κτλ.: ― [[γίνομαι]] [[ἔντρομος]], [[τρομάζω]], ἐκπλήττομαι, [[κυρίως]] ἐκ φόβου, ἐκ γὰρ ’πλήγη φρένας Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Ν. 394· ἡνίοχοι δ’ ἔκπληγον Σ. 225· [[μετὰ]] μετοχ., ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες Σοφ. Ο. Τ. 922, πρβλ. Ἀντ. 433, κτλ.· ἐκπλαγῆναί τινι Ἡρόδ. 1. 116, κτλ· ὑπό τινος ὁ αὐτ. 3. 64· διά τι Θουκ. 7. 21· ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· [[πρός]] τι Πλουτ. Θεμ. 19, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐκπλαγῆναί τινα Σοφ. Φ. 226, Ἠλ. 1045· ἡμᾶς δ’ ἂν... [[μάλιστα]] ἐκπεπληγμένοι [[εἶεν]] Θουκ. 6. 11, πρβλ. 3. 82. 2) ἐν γένει ἐπὶ ὑπερβολικοῦ πάθους, προξενῶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 673· κατατιτρώσκομαι κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 38, Μήδ. 8· χαρᾷ δὲ μὴ ’κπλαγῇς φρένας Αἰσχύλ. Χο. 233, πρβλ. Σοφ. Τρ. 629· ἐπὶ θαυμασμοῦ, Αἰσχίν. 19. 4, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγματος, ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθὰ Ἡρόδ. 9. 82, πρβλ. 3. 148. 3) εἴς τι ἐκπλήττειν Πολύβ. 24. 4, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκπλήξω, <i>ao.</i> ἐξέπληξα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐκπλαγήσομαι, <i>ao.2</i> ἐξεπλήγην <i>ou plus us.</i> ἐξεπλάγην, <i>pf.</i> ἐκπέπληγμαι;<br />abattre en frappant <i>en parl. de la foudre ; fig.</i> frapper de stupeur, d’admiration, de crainte ; ἡ [[τέρψις]] τὸ λυπηρὸν ἐκπλήττει THC l’amusement étourdit le chagrin ; [[φόβος]] μνήμην ἐκπλήττει THC la crainte étonne <i>ou</i> trouble la mémoire ; <i>Pass.</i> ἐκπλαγῆναι φρένας ESCHL avoir l’esprit frappé, étonné, troublé ; <i>abs.</i> ἐκπλήττεσθαί <i>ou</i> ἐκπλαγῆναι τινι, [[ἐπί]] τινι, [[ὑπό]] τινος, [[τι]], [[διά]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] être étonné, troublé <i>ou</i> effrayé de qch ; ἐκπλαγῆναί τινα SOPH être frappé de terreur à la vue <i>ou</i> à la pensée de qqn ; <i>abs.</i> ἐκπεπληγμένον κεῖνον βλέποντες SOPH le voyant épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πλήσσω]].
}}
}}