Anonymous

ζῳώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῳώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ζῴῳ, [[βίος]] Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5· ἐπὶ ἀνθρώπων ὑλιστικῶν, ἀναισθήτων, Πλούτ. 2. 8Α.
|lstext='''ζῳώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ζῴῳ, [[βίος]] Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5· ἐπὶ ἀνθρώπων ὑλιστικῶν, ἀναισθήτων, Πλούτ. 2. 8Α.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de nature animale <i>ou</i> sensuelle.<br />'''Étymologie:''' [[ζῷον]], -ωδης.
}}
}}