Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κροτέω: Difference between revisions

From LSJ
1,095 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ [[μετὰ]] κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
|lstext='''κροτέω''': [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[κορτέω]] μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσύχ., [[ὅθεν]] ἀνακορτήσασα (ἀντὶ ἀνακροτ-) διορθοῦται ὑπὸ τοῦ Meineke ἔν τινι ἑξαμέτρῳ παρὰ Διογενιαν. 3. 97· ([[κρότος]]). Κάμνω νὰ κροτῇ τι, ἐπὶ ἵππων, ὄχεα κροτέοντες, σύροντες αὐτὰ [[μετὰ]] κρότου, Ἰλ. Ο. 453, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 234· πρβλ. [[κροταλίζω]] Ι. ΙΙ. κτυπῶ, πλήττω, [[κρούω]], λέβητας Ἡρόδ. 6. 58· γῆν θύρσῳ Εὐρ. Βάκχ. 188· τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευρὰς Δημ. 1259. 22· τινα Πλούτ. 2. 10D. ― Παθ., πλήττομαι ὑπὸ βροχῆς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17. 2) κτυπῶ τὰς χεῖράς μου εἰς [[σημεῖον]] ἐπικροτήσεως, κροτεῖν τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, κροτεῖν τὰς χεῖρας, χειροκροτεῖν, Ἡρόδ. 2. 60, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· ἀπολ., κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9, 4, Δημ. 586. 21, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., κρ. τινα Διογ. Λ. 7. 173. ― Παθ., ἐπικροτοῦμαι, [[ἐπιτυγχάνω]], Ἀριστ. Ποιητ. 18, 12, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, κτλ.· παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια, ἐπαινοῦνται, Ἀθήν. 182Α. β) [[ὡσαύτως]] εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, Πλούτ. 2. 533Α· ἴδε [[κρότος]] 2. β. 3) ἐπὶ χαλκέως, σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ, ὡς τὸ [[συγκροτέω]], Λουκ. Λεξιφ. 9· ― μεταφ., κρ. λόγους Πλάτ. Ἀξ. 369Β· καὶ ἐν τῷ παθ., πλήττομαι, σφυρηλατοῦμαι, κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς Πινδ. Ἀποσπ. 206, πρβλ. Λυκόφρ. 888· καὶ μεταφ. (ὡς τὸ [[κρότημα]]), ἐξ ἀπάτας κεκροταμένος, ἐσφυρηλατημένος, [[ὅλος]] [[ἀπάτη]], Θεόκρ. 15. 49· εὐθὺς τὸ [[πρᾶγμα]] κροτείσθω, ὡς τό: νὰ σφυρηλατῆται ὁ [[σίδηρος]] ἐνόσῳ [[εἶναι]] [[θερμός]], Ἀνθ. Π. 10. 20. 4) συγκροτῶ, συγκρούων κροτῶ, χαλκώματα Πλουτ. 2. 944Β· [[ὡσαύτως]], κρ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις, [[ἐγείρω]] κρότον ἢ θόρυβον δι’ αὐτῶν [[ὅπως]] συνάξω [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κ. κυμβάλοις Λουκ. Ἀλέξ. 9· καὶ σατυρικῶς, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα Μοῦσ’ Εὐριπίδου Ἀριστοφ. Βάτρ. 1306, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 5) πλήττω τὴν κρόκην διὰ τῆς κερκίδος ἐν τῷ ὑφαίνειν, σινδόνες [[λίαν]] κεκροτημέναι, πυκνῶς ὑφασμέναι, «κρουσταί», Στράβ. 717.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κροτήσω, <i>ao.</i> ἐκρότησα, <i>pf.</i> κεκρότηκα;<br /><b>I.</b> faire retentir, faire résonner : ὄχεα κροτέοντες IL faisant résonner les chars;<br /><b>II.</b> frapper :<br /><b>1</b> frapper, heurter : λέβητας HDT des chaudrons ; κροτεῖν τινα, frapper qqn;<br /><b>2</b> frapper sur un instrument : χαλκώματα PLUT frapper des cymbales d’airain ; faire du bruit avec un instrument ; κροτεῖν κυμβάλοις LUC faire résonner des cymbales;<br /><b>3</b> frapper avec un marteau de forgeron ; forger, battre, marteler, écrouir (un métal) : κεκρότηται χρυσέα [[κρηπίς]] PIND (PLUT) la base est fabriquée en or;<br /><b>4</b> frapper l’un contre l’autre, heurter, choquer : κροτεῖν [[τὰς]] χεῖρας HDT, [[τῶ]] χεῖρε XÉN battre des mains ; <i>abs.</i> κρ. applaudir ; <i>qqf en mauv. part</i> battre des mains en signe de désapprobation.<br />'''Étymologie:''' DELG v.norr. hratt « frapper ».
}}
}}