Anonymous

θάψος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583˙ - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
|lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583˙ - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.<br />'''Étymologie:''' [[Θάψος]].
}}
}}