Anonymous

ἔγκρισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.
|lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />admission après examen à un concours, à une lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκρίνω]].
}}
}}