3,270,813
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9. | |lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />admission après examen à un concours, à une lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκρίνω]]. | |||
}} | }} |