Anonymous

ἑτερήμερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερήμερος''': -ον, ὁ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν (ζῶν), περὶ τῶν Διοσκούρων, [[ἄλλοτε]] μὲν ζώουσ’ ἑτερήμεροι, [[ἄλλοτε]] δ’ αὗτε τεθνᾶσιν Ὀδ. Λ. 303, πρβλ. Φίλωνα 2. 189· ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 627. ― Ἐπίρρ. ἑτερημέρως Ν. Χων. σ. 596. 2, ἔκδ. Β.
|lstext='''ἑτερήμερος''': -ον, ὁ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν (ζῶν), περὶ τῶν Διοσκούρων, [[ἄλλοτε]] μὲν ζώουσ’ ἑτερήμεροι, [[ἄλλοτε]] δ’ αὗτε τεθνᾶσιν Ὀδ. Λ. 303, πρβλ. Φίλωνα 2. 189· ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 627. ― Ἐπίρρ. ἑτερημέρως Ν. Χων. σ. 596. 2, ἔκδ. Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit un jour sur deux <i>en parl. de Castor et Pollux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ἡμέρα]].
}}
}}