Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτίνω''': μέλλ. -τίσω: πληρώνω τι εἴς τινα ὡς ποινήν, [[πρόστιμον]], ἢ ὡς ἀντιστάθμισμά τινος, τιμὴν δ’ Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥν τιν’ ἔοικεν Ἰλ. Γ. 286· ἀνταποδίδω, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235. 2) πληρώνω δι’ ὅσα ἔκαμα πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι Ὀδ. Ν. 193 (ἐν Γ. 206 εἶχεν εἰπεῖ, τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης, νὰ κάμῃ αὐτοὺς νὰ πληρώσωσι διά…)· Πατρόκλοιο δ’ ἕλωρα… ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν [[ὑπὲρ]] τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰ. Σ. 93· σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν, «καὶ σὺν μεγάλῳ τόκῳ ἀποτίσουσι σὺν ταῖς ἑαυτῶν κεφαλαῖς καὶ γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις» (μετάφ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ.161· [[οὕτως]], ἀπ. [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1338· πληγὰς τῶν ὑπεραύχων Σοφ. Ἀντ. 1352. 3) συχνότερον πληρώνω ὁλοκλήρως, ἐξ ὁλοκλήρου, τίσιν οὐκ ἀποτίσει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, πρβλ. 3. 109 ζημίην Ἡροδ. 2.65· [[ἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 1256· ἐγγύας Ἀντιφῶν 117.32, πρβλ. 136.43· χρήματα Λυσ. 94. 26· ἀξίαν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἀπότισον, «ἀπόδος τὸ συμπεφωνημένον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 1059: - δικανικῶς, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, συνεχῶς ἀντιτίθενται ὡς σημαίνοντα σωματικὴν ἢ χρηματικὴν ποινήν, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 23, πρβλ. 523. 2· ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀπ. Πλάτ. Πολιτ. 299Α. πρβλ. Ἀπολ. 36Β, Νόμ. 843Β, κ. ἀλλ. 4) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1503 [[ἀλάστωρ]]... τόνδ’ ἀπέτισεν, ὁ Ἕρμαννος ἑπόμενος τῷ Conington ἑρμηνεύει, τὸν ἐπλήρωσεν ὡς [[χρέος]], τὸν προσήνεγκεν ὡς [[θῦμα]], [[διότι]] τὸ ἀπέτισεν δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἀπετίσατο, ἐξεδικήθη. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίνομαι, ποιητ. [[ἀποτίνυμαι]] ([[συχν]]. γραφόμενον -τίννυμαι). Ὅμ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 245, Θέογν. 362, Ἡρόδ. 6. 65, Αἰσχίν. 73. 8: μέλλ. -τίσομαι: - πληρώνομαι, εἰσπράττομαι δίκην, τιμωρίαν, [[πόλεων]] δ’ ἀπετίνυτο ποινήν, «πολλῶν δὲ εἰσεπράττετο δίκην» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ) Ἰλ. Π. 398 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), κτλ.· ἀποτίθασθαι δίκην πρβλ. Ἐλμσλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 852· [[δέκα]] τάλαντ’ ἀπ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποτίθασθαί τινα, τιμωροῦμαί τινα, ἀποτίσεται, «τιμωρήσεται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 24, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35, κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐκδικοῦμαι, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται Ὀδ. Γ. 216· τιμωρῶ τι, κείνων γε βίας ἀποτίσεται ἐλθών, θὰ τιμωρήσῃς τὰς βιαιοπραγίας των, [[αὐτόθι]] Λ. 118· τὰ παράνομα... θεὸς ἀπ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 684: - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀπ. τῶν ἱρῶν κατακαυθέντων Ἡρόδ. 6.101, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2: - ἀπολ., [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν, ἐκδικοῦμαι, Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Σόλων 15. 16. [Ἐν τῷ ἐνεστ. ῑ παρ’ Ἐπ., ῐ παρ’ Ἀττ.: μέλλ. ἀείποτε ῑ.]
|lstext='''ἀποτίνω''': μέλλ. -τίσω: πληρώνω τι εἴς τινα ὡς ποινήν, [[πρόστιμον]], ἢ ὡς ἀντιστάθμισμά τινος, τιμὴν δ’ Ἀργείοις ἀποτινέμεν, ἥν τιν’ ἔοικεν Ἰλ. Γ. 286· ἀνταποδίδω, εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235. 2) πληρώνω δι’ ὅσα ἔκαμα πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι Ὀδ. Ν. 193 (ἐν Γ. 206 εἶχεν εἰπεῖ, τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης, νὰ κάμῃ αὐτοὺς νὰ πληρώσωσι διά…)· Πατρόκλοιο δ’ ἕλωρα… ἀποτίσῃ, «τιμωρίαν δὲ παράσχῃ ἀξίαν [[ὑπὲρ]] τῆς Πατρόκλου ἀναιρέσεως» (Σχόλ.), Ἰ. Σ. 93· σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν, «καὶ σὺν μεγάλῳ τόκῳ ἀποτίσουσι σὺν ταῖς ἑαυτῶν κεφαλαῖς καὶ γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις» (μετάφ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ.161· [[οὕτως]], ἀπ. [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1338· πληγὰς τῶν ὑπεραύχων Σοφ. Ἀντ. 1352. 3) συχνότερον πληρώνω ὁλοκλήρως, ἐξ ὁλοκλήρου, τίσιν οὐκ ἀποτίσει Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, πρβλ. 3. 109 ζημίην Ἡροδ. 2.65· [[ἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 1256· ἐγγύας Ἀντιφῶν 117.32, πρβλ. 136.43· χρήματα Λυσ. 94. 26· ἀξίαν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἀπότισον, «ἀπόδος τὸ συμπεφωνημένον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 1059: - δικανικῶς, παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι, συνεχῶς ἀντιτίθενται ὡς σημαίνοντα σωματικὴν ἢ χρηματικὴν ποινήν, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 23, πρβλ. 523. 2· ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἢ ἀπ. Πλάτ. Πολιτ. 299Α. πρβλ. Ἀπολ. 36Β, Νόμ. 843Β, κ. ἀλλ. 4) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1503 [[ἀλάστωρ]]... τόνδ’ ἀπέτισεν, ὁ Ἕρμαννος ἑπόμενος τῷ Conington ἑρμηνεύει, τὸν ἐπλήρωσεν ὡς [[χρέος]], τὸν προσήνεγκεν ὡς [[θῦμα]], [[διότι]] τὸ ἀπέτισεν δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἀπετίσατο, ἐξεδικήθη. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίνομαι, ποιητ. [[ἀποτίνυμαι]] ([[συχν]]. γραφόμενον -τίννυμαι). Ὅμ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 245, Θέογν. 362, Ἡρόδ. 6. 65, Αἰσχίν. 73. 8: μέλλ. -τίσομαι: - πληρώνομαι, εἰσπράττομαι δίκην, τιμωρίαν, [[πόλεων]] δ’ ἀπετίνυτο ποινήν, «πολλῶν δὲ εἰσεπράττετο δίκην» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ) Ἰλ. Π. 398 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), κτλ.· ἀποτίθασθαι δίκην πρβλ. Ἐλμσλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 852· [[δέκα]] τάλαντ’ ἀπ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποτίθασθαί τινα, τιμωροῦμαί τινα, ἀποτίσεται, «τιμωρήσεται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 24, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35, κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐκδικοῦμαι, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι, εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται Ὀδ. Γ. 216· τιμωρῶ τι, κείνων γε βίας ἀποτίσεται ἐλθών, θὰ τιμωρήσῃς τὰς βιαιοπραγίας των, [[αὐτόθι]] Λ. 118· τὰ παράνομα... θεὸς ἀπ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 684: - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ἀπ. τῶν ἱρῶν κατακαυθέντων Ἡρόδ. 6.101, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2: - ἀπολ., [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν, ἐκδικοῦμαι, Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Σόλων 15. 16. [Ἐν τῷ ἐνεστ. ῑ παρ’ Ἐπ., ῐ παρ’ Ἀττ.: μέλλ. ἀείποτε ῑ.]
}}
{{bailly
|btext=payer en retour : μισθόν XÉN une solde ; <i>fig.</i> τιμήν τινι IL honorer qqn en retour ; εὐεργεσίας ἀπ. OD témoigner sa reconnaissance par des bienfaits ; <i>particul.</i> payer en échange d’une faute, dédommager : [[τίσιν]] ἀπ. HDT acquitter sa dette, expier une faute ; ἀπ. ζημίην HDT payer une amende ; payer pour, expier : ὑπερβασίην OD son insolence ; [[αἷμα]] ESCHL, φόνον EUR le sang répandu, un meurtre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτίνομαι faire payer : ποινήν τινος OD tirer vengeance de qqn ; βίας τινός OD <i>ou</i> βίας τινί OD faire payer à qqn ses violences, l’en punir ; avec l’acc. de la pers. : ἀπ. τινα punir qqn, tirer vengeance de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τίνω]].
}}
}}