δυσπαρακολούθητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5.
|lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à suivre, à comprendre;<br /><b>2</b> qui suit <i>ou</i> comprend avec peine.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακολουθέω]].
}}
}}