3,277,180
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5. | |lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à suivre, à comprendre;<br /><b>2</b> qui suit <i>ou</i> comprend avec peine.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακολουθέω]]. | |||
}} | }} |