καταφονεύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφονεύω''': [[κατασφάζω]], Ἡρόδ. 1. 106, 165, κ. ἀλ., Εὐρ. Βάκχ. 1177, κτλ.· καὶ τὸ παθ. καταφονευθῆναι πέτροις Ὀρ. 535.καταφόνης, ὁ, οἱ καταφόναι, οἱ φόνου ἄξια πράξαντες καὶ ἐπαξίως καταφονευτέοι, Δωρ., Εὐστάθ. 1098. 15.καταφορά, ἡ, καταβίβασις, ἰδίως ξίφους, πρβλ. [[καταφέρω]], [[κτύπημα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], σπαθιά, τὴν κ. καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3, κτλ.· τὰς κ. τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται ὁ [[θυρεός]], ἀβλαβεῖς ἢ ματαίας καθιστᾷ, 6. 22, 4· ἐκ καταφορᾶς (Λατ. caesim, ἀντίθ. τῷ punctim), «κοφτά», ἀντίθ. τῷ «ἐμπηχτά», [[νύγδην]] (κεντήματι) ὁ αὐτ. 3. 114, 3· [[τραῦμα]], ἐξ ἐπιπολῆς [[μᾶλλον]] ἢ καταφορᾶς, ὄχι βαθύ, Πλουτ. Διων. 34. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), καταφέρομαι, [[κατάβασις]], [[πτῶσις]], καταφοραὶ ὄμβρων καὶ πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C· [[κατάβασις]], [[δύσις]], κ. ἡλίου, [[δύσις]] τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 12· ἡ ἰσημερινὴ κ. Πολύβ. 3. 37, 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Λόγγος 2. 24· κ. κοιλίας, [[διάρροια]], Ἱππ. Ἀφ. 1262, πρβλ. καταφέρονται αἱ κοιλίαι. 2) [[προσβολή]], [[ἔφοδος]] ληθάργου, κ. βαθεῖα καὶ [[δυσανάκλητος]] Ἱππ. Ἐπιδημ. 3. 1085· ἴδε [[καταφέρω]] Ι. 2. 3) ἐν συλλογισμῷ, [[συμπέρασμα]], τὴν κ. ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν ὁ αὐτ. 26. 2.
|lstext='''καταφονεύω''': [[κατασφάζω]], Ἡρόδ. 1. 106, 165, κ. ἀλ., Εὐρ. Βάκχ. 1177, κτλ.· καὶ τὸ παθ. καταφονευθῆναι πέτροις Ὀρ. 535.καταφόνης, ὁ, οἱ καταφόναι, οἱ φόνου ἄξια πράξαντες καὶ ἐπαξίως καταφονευτέοι, Δωρ., Εὐστάθ. 1098. 15.καταφορά, ἡ, καταβίβασις, ἰδίως ξίφους, πρβλ. [[καταφέρω]], [[κτύπημα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], σπαθιά, τὴν κ. καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3, κτλ.· τὰς κ. τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται ὁ [[θυρεός]], ἀβλαβεῖς ἢ ματαίας καθιστᾷ, 6. 22, 4· ἐκ καταφορᾶς (Λατ. caesim, ἀντίθ. τῷ punctim), «κοφτά», ἀντίθ. τῷ «ἐμπηχτά», [[νύγδην]] (κεντήματι) ὁ αὐτ. 3. 114, 3· [[τραῦμα]], ἐξ ἐπιπολῆς [[μᾶλλον]] ἢ καταφορᾶς, ὄχι βαθύ, Πλουτ. Διων. 34. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), καταφέρομαι, [[κατάβασις]], [[πτῶσις]], καταφοραὶ ὄμβρων καὶ πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C· [[κατάβασις]], [[δύσις]], κ. ἡλίου, [[δύσις]] τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 12· ἡ ἰσημερινὴ κ. Πολύβ. 3. 37, 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Λόγγος 2. 24· κ. κοιλίας, [[διάρροια]], Ἱππ. Ἀφ. 1262, πρβλ. καταφέρονται αἱ κοιλίαι. 2) [[προσβολή]], [[ἔφοδος]] ληθάργου, κ. βαθεῖα καὶ [[δυσανάκλητος]] Ἱππ. Ἐπιδημ. 3. 1085· ἴδε [[καταφέρω]] Ι. 2. 3) ἐν συλλογισμῷ, [[συμπέρασμα]], τὴν κ. ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν ὁ αὐτ. 26. 2.
}}
{{bailly
|btext=tuer, massacrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φονεύω]].
}}
}}