Anonymous

θαλάσσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλάσσιος''': μεταγεν. Ἀττ. -ττιος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 236 ([[θάλασσα]]): - ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἢ ἐκ τῆς θαλάσσης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. marinus, οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει, περὶ τῶν Ἀρκάδων, Ἰλ. Β. 614· κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσιν τε θαλ. ἔργα μέμηλεν Ὀδ. Ε. 67· θαλ. [[βίος]] Ἀρχίλ. 46· θ. ἀνέμων ῥιπαί, [[κλύδων]] Πίνδ. Ν. 3. 101, Εὐρ. Μηδ. 28· ὁ θαλ. [[Ποσειδῶν]] Ἀριστοφ. Πλ. 396· - ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χερσαῖα, Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Εὐθυδ. 298D, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1, 1, 15· πεζοί τε καὶ θαλ., ἄνδρες τῆς ξηρᾶς καὶ ναυτικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 558· θαλ. [[ἐκρίπτω]] τινά, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὴν θάλασσαν Σοφ. Ο. Τ. 1311· θάλ. [[νεκρός]], ἐπὶ πεπνιγμένου, Θέογν. 1229. 2) [[ἔμπειρος]] τῆς θαλάσσης, [[ναυτικός]], Ἡρόδ. 7. 144, Θουκ. 1. 142. 3) [[ὅμοιος]] τῇ θαλάσσῃ κατὰ τὸ [[χρῶμα]], τῇ χρόᾳ Πλούτ. 2. 395Β. II. θαλάσσιαι, αἱ, [[ὄνομα]] ἱερειῶν τινων ἐν Κυζίκῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 4.
|lstext='''θᾰλάσσιος''': μεταγεν. Ἀττ. -ττιος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 236 ([[θάλασσα]]): - ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἢ ἐκ τῆς θαλάσσης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, Λατ. marinus, οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει, περὶ τῶν Ἀρκάδων, Ἰλ. Β. 614· κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσιν τε θαλ. ἔργα μέμηλεν Ὀδ. Ε. 67· θαλ. [[βίος]] Ἀρχίλ. 46· θ. ἀνέμων ῥιπαί, [[κλύδων]] Πίνδ. Ν. 3. 101, Εὐρ. Μηδ. 28· ὁ θαλ. [[Ποσειδῶν]] Ἀριστοφ. Πλ. 396· - ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χερσαῖα, Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Εὐθυδ. 298D, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1, 1, 15· πεζοί τε καὶ θαλ., ἄνδρες τῆς ξηρᾶς καὶ ναυτικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 558· θαλ. [[ἐκρίπτω]] τινά, [[ῥίπτω]] τινὰ εἰς τὴν θάλασσαν Σοφ. Ο. Τ. 1311· θάλ. [[νεκρός]], ἐπὶ πεπνιγμένου, Θέογν. 1229. 2) [[ἔμπειρος]] τῆς θαλάσσης, [[ναυτικός]], Ἡρόδ. 7. 144, Θουκ. 1. 142. 3) [[ὅμοιος]] τῇ θαλάσσῃ κατὰ τὸ [[χρῶμα]], τῇ χρόᾳ Πλούτ. 2. 395Β. II. θαλάσσιαι, αἱ, [[ὄνομα]] ἱερειῶν τινων ἐν Κυζίκῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 4.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> de la mer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> marin, maritime ; [[οἱ]] θαλάσσιοι ESCHL troupes de mer ; θαλάσσια ἔργα les travaux de la mer, <i>càd</i> l’art de conduire des navires, la pêche <i>en parl. d’oiseaux pêcheurs</i>;<br /><b>2</b> qui est <i>ou</i> tombe dans la mer : θαλάσσιον ἐκρίπτειν τινά SOPH jeter qqn à la mer;<br /><b>II.</b> habile dans les choses de la mer, bon marin.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]].
}}
}}