Anonymous

διακελευσμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακελευσμός''': ὁ, [[παρακίνησις]], παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
|lstext='''διακελευσμός''': ὁ, [[παρακίνησις]], παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />exhortation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[διακελεύομαι]].
}}
}}