Anonymous

μονώτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονώτης''': -ου, μεμονωμένος, [[μονήρης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· [[βίος]] μ., [[μονήρης]] [[βίος]], [[αὐτόθι]] 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.
|lstext='''μονώτης''': -ου, μεμονωμένος, [[μονήρης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· [[βίος]] μ., [[μονήρης]] [[βίος]], [[αὐτόθι]] 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui vit seul, solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[μονόω]].
}}
}}