Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
|lstext='''συγκουφίζω''': [[ὁμοῦ]] σηκώνω ἢ [[ἐλαφρύνω]], τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ μένῃ [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.
}}
{{bailly
|btext=contribuer à alléger, à soulager.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κουφίζω]].
}}
}}