Anonymous

δεράγχη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεράγχη''': ἡ, ([[δέρη]]) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[αὐτόθι]] 107.
|lstext='''δεράγχη''': ἡ, ([[δέρη]]) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[αὐτόθι]] 107.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]], [[ἄγχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}