3,251,700
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | |lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut rompre en quatre.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} |