Anonymous

ἀνεμώνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμώνη''': ἡ, τὸ γνωστὸν [[ἄνθος]], ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα [[ἄνθη]] τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «[[ἀνεμώνη]]· μάζης [[εἶδος]]· καὶ [[φίλημα]]· καὶ ἡ [[μήκων]]· καὶ τὸ [[ἄνθος]]· καὶ πᾶν φυτὸν [[ταχέως]] ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
|lstext='''ἀνεμώνη''': ἡ, τὸ γνωστὸν [[ἄνθος]], ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα [[ἄνθη]] τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «[[ἀνεμώνη]]· μάζης [[εἶδος]]· καὶ [[φίλημα]]· καὶ ἡ [[μήκων]]· καὶ τὸ [[ἄνθος]]· καὶ πᾶν φυτὸν [[ταχέως]] ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />anémone, <i>fleur qui s’ouvre au moindre vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]].
}}
}}