Anonymous

συνδιαπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
}}
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
}}