Anonymous

κενολογία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενολογία''': ἡ, ματιολογία, [[φλυαρία]], [[λῆρος]], κ. καὶ [[μεγαλαυχία]] Πλούτ. 2. 1069C· «κενολογίας καὶ ἀτοπίας» Φώτ.
|lstext='''κενολογία''': ἡ, ματιολογία, [[φλυαρία]], [[λῆρος]], κ. καὶ [[μεγαλαυχία]] Πλούτ. 2. 1069C· «κενολογίας καὶ ἀτοπίας» Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vain bavardage, langage frivole.<br />'''Étymologie:''' [[κενολόγος]].
}}
}}