3,274,504
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρμοῖ''': ἐπίρρ. ἄρτι, [[ἀρτίως]], [[νεωστί]], πρὸ ὀλίγου, «τώρα», [[ἁρμοῖ]] πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) [[ἡσυχῇ]], μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται [[ἁρμῷ]] ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει [[περί]] τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. ([[εἶναι]] δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]], κτλ.). | |lstext='''ἁρμοῖ''': ἐπίρρ. ἄρτι, [[ἀρτίως]], [[νεωστί]], πρὸ ὀλίγου, «τώρα», [[ἁρμοῖ]] πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) [[ἡσυχῇ]], μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται [[ἁρμῷ]] ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει [[περί]] τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. ([[εἶναι]] δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]], κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sur-le-champ, tout à l’heure.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]]. | |||
}} | }} |