3,277,301
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεισβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ [[χύνω]] ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ [[εἶναι]] εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις [[ποτήριον]] ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσβάλλω]] ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13. | |lstext='''ἐπεισβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ [[χύνω]] ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ [[εἶναι]] εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις [[ποτήριον]] ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., [[εἰσβάλλω]] ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se jeter sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσβάλλω]]. | |||
}} | }} |