Anonymous

ῥύπον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
|lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}