Anonymous

νεουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.
|lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouvellement fait <i>ou</i> travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἔργον]].
}}
}}