3,276,318
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3. | |lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />nouvellement fait <i>ou</i> travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |