Anonymous

κύλα: Difference between revisions

From LSJ
126 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύλα''': -ων, τά, «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν βλεφάρων κοιλώματα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μῆλα, τὰ ὑπώπια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.· [[ὡσαύτως]] κυλάδες, αἱ, Εὐστ. 1591. 18· καὶ κυλίδες, [[Πολυδ]]. Β΄, 66· ― τὰ [[ὑπεράνω]] μέρη καλοῦνται ἀνάκυλα ἢ [[ἐπικυλίδες]], [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἂν καὶ τὰ λεγόμενα [[ἐκεῖ]] [[εἶναι]] συγκεχυμένα)· ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καί: κύλλια· ὑπώπια μέλανα. (Πρβλ. Λατ. cilium, καὶ ἴδε ἐν λ. κύω.) ῠ ὡς ἐν τῷ Λατ. cilium, ἴδε κῠλοιδιάω· [[ὥστε]] μόνον ἡ [[ὁμοιότης]] τῆς σημασίας ἔκαμέ τινας νὰ γράψωσι κοῖλα, Ροῦφ. σ. 24, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 38, κτλ.
|lstext='''κύλα''': -ων, τά, «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν βλεφάρων κοιλώματα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς μῆλα, τὰ ὑπώπια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.· [[ὡσαύτως]] κυλάδες, αἱ, Εὐστ. 1591. 18· καὶ κυλίδες, [[Πολυδ]]. Β΄, 66· ― τὰ [[ὑπεράνω]] μέρη καλοῦνται ἀνάκυλα ἢ [[ἐπικυλίδες]], [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἂν καὶ τὰ λεγόμενα [[ἐκεῖ]] [[εἶναι]] συγκεχυμένα)· ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καί: κύλλια· ὑπώπια μέλανα. (Πρβλ. Λατ. cilium, καὶ ἴδε ἐν λ. κύω.) ῠ ὡς ἐν τῷ Λατ. cilium, ἴδε κῠλοιδιάω· [[ὥστε]] μόνον ἡ [[ὁμοιότης]] τῆς σημασίας ἔκαμέ τινας νὰ γράψωσι κοῖλα, Ροῦφ. σ. 24, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 38, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />poche sous les yeux.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[κοῖλος]].
}}
}}