Anonymous

πλάτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάτος''': -εος, τό, (πλᾰτὺς) ὡς καὶ νῦν, Σιμωνίδ. (?) 183, Ἡρόδ., κλ.· ― ἀπολ., [[πλάτος]] ἢ τὸ [[πλάτος]], κατὰ τὸ [[πλάτος]], Ἡρόδ. 1. 193., 4. 195, Ξεν. Οἰκ. 19. 3· ἐν μήκει καὶ βάθει καὶ πλάτει Πλάτ. Σοφιστ. 235D· κατὰ [[πλάτος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ [[μῆκος]] καὶ κατὰ [[βάθος]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 17, Μετεωρ. 1. 4, 6, πρβλ. Φυσ. 4. 1, 8· ‒ παρὰ τοῖς Μαθ., τὰ [[πλάτη]], [[εἶναι]] αἱ κατ᾿ ἐπιφάνειαν διαστάσεις. 2) τὸ πλατὺ τῆς οὐρᾶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8., 5. 17, 6. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 2· πρβλ. [[πλάτη]] Ι. ΙΙ. μεταφορ., ἐν πλάτει ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, Ἐτυμολ. Μέγ. 673. 24, κτλ.· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν συνόψει, Ψελλός, κλ.
|lstext='''πλάτος''': -εος, τό, (πλᾰτὺς) ὡς καὶ νῦν, Σιμωνίδ. (?) 183, Ἡρόδ., κλ.· ― ἀπολ., [[πλάτος]] ἢ τὸ [[πλάτος]], κατὰ τὸ [[πλάτος]], Ἡρόδ. 1. 193., 4. 195, Ξεν. Οἰκ. 19. 3· ἐν μήκει καὶ βάθει καὶ πλάτει Πλάτ. Σοφιστ. 235D· κατὰ [[πλάτος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ [[μῆκος]] καὶ κατὰ [[βάθος]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 17, Μετεωρ. 1. 4, 6, πρβλ. Φυσ. 4. 1, 8· ‒ παρὰ τοῖς Μαθ., τὰ [[πλάτη]], [[εἶναι]] αἱ κατ᾿ ἐπιφάνειαν διαστάσεις. 2) τὸ πλατὺ τῆς οὐρᾶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8., 5. 17, 6. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 2· πρβλ. [[πλάτη]] Ι. ΙΙ. μεταφορ., ἐν πλάτει ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, Ἐτυμολ. Μέγ. 673. 24, κτλ.· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν συνόψει, Ψελλός, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />largeur d’un objet massif ; [[πλάτος]] HDT, τὸ [[πλάτος]] XÉN en largeur.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
}}
}}