Anonymous

ὑποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκνίζω''': ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, [[γαργαλίζω]] ἢ [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] ὀλίγον, [[ἔρως]] ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».
|lstext='''ὑποκνίζω''': ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, [[γαργαλίζω]] ἢ [[ἐξάπτω]], [[ἐρεθίζω]] ὀλίγον, [[ἔρως]] ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ὑποκεκνισμένος;<br />aiguillonner <i>ou</i> exciter peu à peu les désirs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κνίζω]].
}}
}}