Anonymous

σπερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερμαίνω''': ([[σπέρμα]]) [[σπείρω]], γονιμοποιῶ, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Πλούτ. 2. 366Α. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ὡραπόλλ. 2. 115· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σπ. [[σπέρμα]] Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ. 2) μεταφορ., γεννῶ, [[παράγω]], σπ. γενεὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 734, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 207, Χριστοδ. Ἔκφρ. 210· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, 2. ― Μέσσ., Νόνν. Δ. 3. 295.
|lstext='''σπερμαίνω''': ([[σπέρμα]]) [[σπείρω]], γονιμοποιῶ, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Πλούτ. 2. 366Α. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ὡραπόλλ. 2. 115· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σπ. [[σπέρμα]] Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ. 2) μεταφορ., γεννῶ, [[παράγω]], σπ. γενεὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 734, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 207, Χριστοδ. Ἔκφρ. 210· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, 2. ― Μέσσ., Νόνν. Δ. 3. 295.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> procréer;<br /><b>2</b> féconder <i>en parl. du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρμα]].
}}
}}