Anonymous

ἀποτάδην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτάδην''': [ᾰ], ([[τείνω]]), ἐπιρρ., [[ἐκτεταμένως]], κατ’ ἔκτασιν, [[ἐκτάδην]], κατὰ [[μῆκος]], Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· [[ἀποτάδην]] φθεγγόμενον [[φθέγμα]] κηρύκων [[Πολυδ]]. Δ΄, 94.
|lstext='''ἀποτάδην''': [ᾰ], ([[τείνω]]), ἐπιρρ., [[ἐκτεταμένως]], κατ’ ἔκτασιν, [[ἐκτάδην]], κατὰ [[μῆκος]], Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· [[ἀποτάδην]] φθεγγόμενον [[φθέγμα]] κηρύκων [[Πολυδ]]. Δ΄, 94.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec tension, avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτείνω]], -δην.
}}
}}