Anonymous

δυσπρόσμαχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπρόσμᾰχος''': -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
|lstext='''δυσπρόσμᾰχος''': -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]].
}}
}}