3,274,903
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, [[Πολυδ]]. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα). | |lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, [[Πολυδ]]. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum. | |||
}} | }} |