Anonymous

γαίω: Difference between revisions

From LSJ
167 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαίω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, [[Διός]], Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, [[ἀγαυρός]], [[γαῦρος]], Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γηθέω]], γάνυμαι).
|lstext='''γαίω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει κύδεϊ γαίων, γαυριῶν ἐπὶ τῇ δόξῃ [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἄρεως, [[Διός]], Ἰλ. Α 405, Ε. 906, Θ. 51 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· μονίῃ γαίων Ἐμπεδ. 24. (Ἐκ τῆς √ΓΑϜ ἢ ΓΑΥ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀγαυός, [[ἀγαυρός]], [[γαῦρος]], Λατ. gaudeo, gaudium, gavisus· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γηθέω]], γάνυμαι).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés. dans la locut.</i> κύδεϊ γαίων IL fier de sa force toute-puissante.<br />'''Étymologie:''' R. ΓαϜ, se réjouir.
}}
}}