Anonymous

εὐσύμβολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
|lstext='''εὐσύμβολος''': ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. [[συμβάλλω]] ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, [[τίμιος]], [[ἀκέραιος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ [[ἐμπόριον]], εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «[[εὐσύμβολος]]: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβολος]];<br />ος, ον :<br /><b>I.</b> facile à rassembler, <i>d’où</i><br /><b>1</b> facile à conjecturer, d’une signification claire;<br /><b>2</b> d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;<br /><b>II.</b> de bon augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]].
}}
}}