Anonymous

καρπόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπόω''': μέλλ. -ώσω, [[φέρω]] καρπὸν ἢ [[φέρω]] ὡς καρπόν· μεταφ., [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. [[ἐκκαρπίζομαι]]:― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, [[λαμβάνω]] καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) [[θερίζω]] τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ [[ἔτος]], Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) [[λαμβάνω]] τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. [[ἰδίᾳ]] τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) [[λαμβάνω]] τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) [[ἁπλῶς]] [[ἀπολαύω]], ἄελπτον [[ὄμμα]]… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ἀπολαύω]], ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ [[αὐτόθι]] 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.
|lstext='''καρπόω''': μέλλ. -ώσω, [[φέρω]] καρπὸν ἢ [[φέρω]] ὡς καρπόν· μεταφ., [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. [[ἐκκαρπίζομαι]]:― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, [[λαμβάνω]] καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) [[θερίζω]] τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ [[ἔτος]], Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) [[λαμβάνω]] τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. [[ἰδίᾳ]] τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) [[λαμβάνω]] τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) [[ἁπλῶς]] [[ἀπολαύω]], ἄελπτον [[ὄμμα]]… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ἀπολαύω]], ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ [[αὐτόθι]] 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul.</i> ao;<br />porter des fruits, produire comme fruit;<br /><i><b>Moy.</b></i> καρπόομαι-οῦμαι (<i>f.</i> καρπώσομαι, <i>ao.</i> ἐκαρπωσάμην) récolter pour soi, recueillir les fruits de : χθόνα ESCHL de la terre ; <i>fig.</i> εὔκλειαν XÉN recueillir une bonne renommée ; <i>particul.</i> se procurer les revenus de, jouir des revenus de (d’un pays, d’une ville, des ports, des marchés, <i>etc.</i>) acc. ; <i>en gén.</i> avoir la jouissance de, jouir de : ἐλευθερίαν THC de la liberté.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]].
}}
}}