Anonymous

ἐλεφαντίασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεφαντίασις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] νόσου τοῦ δέρματος, [[εἶδος]] λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― [[ὡσαύτως]], ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.
|lstext='''ἐλεφαντίασις''': -εως, ἡ, [[εἶδος]] νόσου τοῦ δέρματος, [[εἶδος]] λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― [[ὡσαύτως]], ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />éléphantiasis, <i>sorte de lèpre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]].
}}
}}